- ματρόνα
- και ματρώνα, η (ΑM ματρῶνα)οικοδέσποινα, αρχόντισσανεοελλ.(ειρωνικά) ιδιοκτήτρια ή διευθύντρια οίκου ανοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. matrona].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματρώνα — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στην Άγκυρα. Την έπνιξαν σε λίμνη μαζί με τις Αλεξανδρία, Ευφρασία, Θεοδότη, Ιουλία, Κλαυδία, Φαεινή και Τεκούσα. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. 2. Καταγόταν από την Κύζικο και μαρτύρησε … Dictionary of Greek
πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η … Dictionary of Greek